- ἀγκτῆρα
- ἀγκτήρinstrument for closing woundsmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαγκτηριάζω — Α δένω από πριν με αγκτήρα, δένω πριν από την εγχείρηση με ένα είδος χειρουργικής λαβίδας με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἀγκτηριάζω «συσφίγγω τα χείλη μιας πληγής με αγκτήρα»] … Dictionary of Greek
αγκτηριάζω — (Α ἀγκτηριάζω) [ἀγκτήρ] συσφίγγω τα χείλη μιας πληγής με αγκτήρα* για να συρραφούν ευκολότερα … Dictionary of Greek